- ἵματος
- ἷμαneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλώϊμα — ΐματος, τὸ, Μ [πλώω] πολεμιστής … Dictionary of Greek
προσανάκλιμα — ίματος, τὸ, Α [προσανακλίνω] αυτό στο οποίο στηρίζεται κανείς («ἥδιστον φιλέουσι νέοις προσανάκλιμα ἐρώτων Σαπφώ», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
πρόσκλιμα — ίματος, τὸ, Α [προσκλίνω] στον πληθ. τὰ προσκλίματα η κλίση, το ενδιαφέρον για κάτι … Dictionary of Greek
χρίμα — ίματος, τὸ, Α [χρίω] ευώδες μύρο, έλαιο κατάλληλο για επάλειψη, χρίσμα … Dictionary of Greek
SANGUINARIUS Pons circa Spoletum — inter Narniam et Ocriculum. Aurel. Victor. Ab Aemiliani caede nomen nactus est. Sic collis quidam prope Ciliciae Adanam Α῞ιματος βουνὸς; Sanguinis Collis, dictus est propter Agarenos tot numerô ibi caesos, ὡς ῥεῦσαι διὰ τȏυ κρανοῦς τὸ αἷμα… … Hofmann J. Lexicon universale
καψιματιά — η έγκαυμα, κάψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάψιμο, ίματος + κατάλ. ία (πρβλ. ξυσιματ ιά, σχισιματ ιά)] … Dictionary of Greek
φτυσιματιά — η, Ν φτύσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτύσιμο, ίματος + κατάλ. ιά (πρβλ. λαβωματ ιά)] … Dictionary of Greek